- φειδωνίδης
- ὁ, Α(στην κωμωδία) ο γιος τού Φείδωνος, φιλάργυρου γέρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό που απαντά στον Αριστοφάνη σχηματισμένο από τη λ. φείδων με την κατάλ. -ίδης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φειδωνίδης — oil can with a narrow neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φειδωνίδης — φείδων oil can with a narrow neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωνίδην — φειδωνίδης oil can with a narrow neck masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)